- βάκχαρις
- (baccharis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Είναι φυτά φυλλοβόλα ή αείφυλλα, με αντίθετα ή επαλλάσσοντα φύλλα. Τα άνθη τους σχηματίζουν μικρά κεφάλια. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα άφθονα άνθη τους, που διατηρούνται για μεγάλο διάστημα (αμάραντα). Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα και μοσχεύματα και ευδοκιμούν σε αμμώδη και υφάλμυρα εδάφη. Το πιο κοινό είδος, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα, είναι η αλιμόφυλλη, που έχει φύλλα με ασημένια στίγματα και ανθίζει τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.
Dictionary of Greek. 2013.